- συνεστραμμένῃ
- συστρέφωtwist upperf part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεστραμμένη — συστρέφω twist up perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπείραμα — άματος, το, ΝΑ, και ιων. τ. σπείρημα Α [σπειρῶμαι] καθετί που είναι περιελιγμένο ελικοειδώς νεοελλ. φρ. α) «αγγειώδες σπείραμα» ή «νεφρικό σπείραμα» (ανατ. φυσιολ.) μικροσκοπικό τολύπιο τριχοειδών αγγείων που σχηματίζουν δίκτυο ανάμεσα σε ένα… … Dictionary of Greek
συστρέφω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστρέφω Α [στρέφω] στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του, τό στρίβω αρχ. 1. (για ζώο) μαζεύομαι για να πηδήσω ή να επιτεθώ («συστρέφει ἑαυτὸν ὥσπερ θηρίον», Πλάτ.) 2. στρέφω κάτι απότομα 3. ενώνω, συνάπτω, συνδέω 4. συνάγω,… … Dictionary of Greek
τρίχωμα — ώματος, το, ΝΜΑ [τριχῶ] το σύνολο τών τριχών που καλύπτουν το σώμα τού ανθρώπου ή ενός ζώου ή τον κορμό ενός φυτού μσν. (για προσόψια) η πυκνή και συνεστραμμένη ύφανση … Dictionary of Greek
μοψ — (mops). Ράτσα σκυλιών συντροφιάς, αβέβαιης προέλευσης, που ανήκει στην ομάδα των μολοσσοειδών. Το ύψος του έως το ακρώμιο δεν υπερβαίνει τα 32 εκ. και ζυγίζει 7 κιλά περίπου· έχει κορμό βραχύ, κεφάλι μεγάλο με κοντό ρύγχος, προγναθική οδοντοφυΐα… … Dictionary of Greek